- Φερσεφόνειος
- -εία, -ον, Α [Φερσεφόνη]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φερσεφόνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερσεφονείης — φερσεφόνειος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερσεφονείοις — φερσεφόνειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερσεφονείῃ — φερσεφόνειος fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερσεφόνεια — φερσεφόνειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερσεφονείας — φερσεφονείᾱς , φερσεφόνειος fem acc pl φερσεφονείᾱς , φερσεφόνειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)